εκρουμάνιση

εκρουμάνιση
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρουμανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκρουμάνιση — η η μεταβολή σε ρουμανικό ή σε Ρουμάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκρουμανισμός — ο η εκρουμάνιση …   Dictionary of Greek

  • εκρουμανισμός — ο εκρουμάνιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”